αραβόσιτος

Greek Monolingual

ο κ. αραποσίτι, το
βοτ.
1. δημητριακό της οικογένειας των αγρωστιδών, καλαμπόκι
2. ο καρπός του φυτού που αλευροποιούμενος δίνει ένα είδος ψωμιού τη μπομπότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άραψ (-βος) + σίτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά -Λεβαδέως. Ο τ. αραποσίτι είναι υποκοριστικός του αραβόσιτος με επίδραση του Αράπης].