δημοειδής

English (LSJ)

δημοειδές, vulgar, κιβδηλίη Hp.Art.78.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): δημιοειδής l. de Apollon.Cit.3.28 a Hp.Art.78
popular, vulgar κιβδηλίη Hp.l.c.

German (Pape)

[Seite 563] ές, volksmäßig. gemein, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

δημοειδής: -ές, χυδαῖος, ταπεινός, κιβδηλία Ἱππ. Ἄρθρ.837.

Greek Monolingual

δημοειδής, -ές (Α)
χυδαίος, ταπεινός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημοειδής -ές [δῆμος, εἶδος] vulgair.