διάκτωρ
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = διάκτορος, βούταν δ. AP10.101 (Bianor); διάκτορσι· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν, Hsch.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
1 guía, conductor (δάμαλις) βούταν μὲν τρομέουσα διάκτορα AP 10.101 (Bianor)
•διάκτορσιν· ἡγεμόσι, βασιλεῦσιν Hsch.
2 mensajero epít. de Hermes, Sch.Pi.O.8.106b, de Hermes-Tot Suppl.Mag.42.23, cf. Hsch., Sud.
German (Pape)
ορος, ὁ, = διάκτορος, Bian. (X.101); Vetera Lexica.
Russian (Dvoretsky)
διάκτωρ: ορος ὁ проводник Anth.
Greek (Liddell-Scott)
διάκτωρ: -ορος, ὁ, = τῷ διάκτορος, βούταν δ. Ἀνθ. Π. 10.101.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
διάκτωρ: -ορος, ὁ = το προηγ., σε Ανθ.
Léxico de magia
ὁ mensajero ref. a Hermes σὸς γὰρ δ. ἐστὶν πάσσοφος καὶ παῖς tu mensajero es el niño que todo lo sabe SM 42 23