[ᾰμ], ἡ, fight, of animals, Hierocl.pp.11,17A. (pl.).
-ης, ἡpelea, lucha entre animales ἐν ταῖς πρὸς ἕτερα (ζῷα) διαμίλλαις Hierocl.2.11, cf. 3.26.
διάμιλλα, η (Α) άμιλλαοξύς ανταγωνισμός.