ανταγωνισμός

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ο
1. το να είναι κάποιος ανταγωνιστής, αντίπαλος άλλου
2. άμιλλα μεταξύ ατόμων με τις ίδιες ή παραπλήσιες επιδιώξεις
3. αθέμιτος ανταγωνισμός, η προσπάθεια να επικρατήσει κανείς οικονομικά χρησιμοποιώντας απέναντι των ανταγωνιστών του αθέμιτα μέσα.