διάπριστος

English (LSJ)

διάπριστον, sawn through, θύρα Demioprat. ap.Poll.10.24.

Spanish (DGE)

-ον
serrado, cortado en dos θύρα δ. puerta de dos hojas o batientes, IG 13.422.13 (V a.C.), 22.2500.56 (Eleusis IV a.C.), Poll.10.24.

Greek (Liddell-Scott)

διάπριστος: -ον, δίχα διῃρημένος διὰ πρίονος, Πολυδ. ι΄, 24.

German (Pape)

zersägt, θύρα Poll. 10.24.