διάσυρσις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A drawing through a surgical dressing, Paul.Aeg.6.62.
II metaph., = διασυρμός (disparagement, ridicule), Ptol.Tetr.160.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de tirar, levantamiento de una gasa, Paul.Aeg.6.62.3.
2 burla, menosprecio δ. δέ ἐστιν ψόγος διασυρτικός Clem.Al.Paed.1.9.81.

Greek (Liddell-Scott)

διάσυρσις: -εως, ἡ, = διασυρμός, Πτολεμ. Τετρ. 160, Κλήμης Ἀλ. 146.

Greek Monolingual

διάσυρσις, η (Α)
1. ο διασυρμός
2. έλξη με χειρουργικό όργανο.

German (Pape)

ἡ, das Durchziehen, Verspotten, Clem.Al.