διάψαλμα

English (LSJ)

-ατος, τό, musical interlude, used by the LXX, in the Psalms, for the Hebr. Selah.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
interludio instrumental que marcaba la división entre salmos, equivalente al hebr. selah LXX Ps.2.2, passim.

Greek (Liddell-Scott)

διάψαλμα: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐν τοῖς ψαλμοῖς ἀντὶ τοῦ Ἑβρ. Selah· περὶ τῶν διαφόρων αὐτοῦ ἑρμηνειῶν ὅρα Suicer ἐν λέξ.

Greek Monolingual

διάψαλμα, το (Α)
1. μουσική υπόκρουση που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο ψαλμούς
2. εναλλαγή μέλους.

German (Pape)

τό, das Zwischenspiel, LXX, das hebr. Selah.