υπόκρουση

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

η / ὑπόκρουσις, -ούσεως, ΝΑ ὑποκρούω
νεοελλ.
συνοδεία τραγουδιού ή απαγγελίας με μουσικό όργανο (α. «με υπόκρουση πιάνου» β. «με υπόκρουση ορχήστρας»)
αρχ.
διακοπή του λόγου.