διαβιβρώσκω

English (LSJ)

Gal.13.553: fut. Pass. διαβρωθήσομαι ib.466: mostly in pf. Pass. διαβέβρωμαι:—eat up, consume, corrode, Hp.Morb.2.24, Pl.Ti.83a, etc., Luc.Ind.1: metaph., διαβιβρώσκονται ὑπὸ [λόγων] Plu.2.508d; ψυχὴ διαβεβρωμένη Max.Tyr.6.7.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. 3a plu. διέβρον Call.SHell.259.31]
devorar, corroer, consumir ἄμφ[ιά] οἱ σισύρην [τ] ε κακοὶ κίβισίν τε διέβρον royeron los malvados sus vestidos, su pelliza y su zurrón Call.l.c., ἡ τῆς θαλάττης ἅλμη διαβιβρώσκουσα τὰς πέτρας Phlp.in de An.438.3, cf. Sch.A.R.1.995, en v. pas. τὸ φύλλον ... διαβεβρωμένον ὑπὸ τῆς ἅλμης Thphr.HP 4.6.10, ὑπὸ ... τῶν κοράκων διαβεβρωμένην PEnteux.70.8 (III a.C.), δακτύλιος ἔχων τὴν σφενδόνην διαβεβρωμένην ID 1417B.2.43 (II a.C.), (φιάλη) διαβεβρωμένη ID 1441A.1.47 (II a.C.), τὸν δὲ μηρὸν (τοῦ σκύφου) τὸν δεξιὸν διαβεβρωμένον ID 1450A.2.52 (II a.C.), ὕλης διαβιβρωσκομένης I.BI 5.471, εἰ μὴ τῷ διαβεβρῶσθαι καὶ κατακεκόφθαι αὐτὰ τεκμαίροιο a no ser que los juzgues por el hecho de estar comidos y cortados (los libros), Luc.Ind.1
frec. en medic. corroer, erosionar τὸ οὖρον οὕτω δριμὺ ... ὡς ... διαβιβρώσκειν τὴν κύστιν Gal.3.384, μέλαινα ... χολή, δακνώδης μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ ... δέρμα Gal.7.726, cf. Alex.Aphr.Pr.1.79, Aët.7.34, Alex.Trall.2.205.8, en v. pas. ὀστέον ... διαβεβρωμένον πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Hp.Morb.2.24, κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ Hp.Fist.3, πρόσθεν ἢ τὴν σύριγγα διαβρωθῆναι antes de que la fístula se haya corroído Hp.Fist.4, cf. Gal.13.655, διὰ δὲ τὸ πάντῃ διαβεβρῶσθαι por estar totalmente corroída (la carne más vieja), Pl.Ti.83a, ἡ κιονὶς διεβρώθη Aret.CA 1.9.3
fig., c. compl. de abstr. τὸ νοερὸν τῆς ἀνθρώπου Clem.Al.Paed.3.2.5, cf. Max.Tyr.35.4, en v. pas. διαβιβρώσκονται ὑπ' αὐτῶν son devorados por ellos (los secretos), Plu.2.508d.

French (Bailly abrégé)

manger entièrement, dévorer.
Étymologie: διά, βιβρώσκω.

German (Pape)

(βιβρώσκω), durchfressen, zernagen; διαβεβρῶσθαι Plat. Tim. 83a; Hippocr. und Sp.

Russian (Dvoretsky)

διαβιβρώσκω:
1 разъедать (πάντῃ διαβεβρῶσθαι Plat.; γαγγραίναις διαβρωθείς Plut.);
2 перегрызать (τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβιβρώσκω: μέλλ.-βρώσομαι, παθ. πρκμ. -βέβρωμαι: - κατατρώγω, καταναλίσκω, Ἱππ. 469. 14, Πλάτ. Τιμ. 83Α. - Παθ., διαβεβρῶσθαι Λουκ. Ἀπαιδ. 1.

Greek Monolingual

(AM διαβιβρώσκω)
φθείρω κάτι τελείως σιγά σιγά
νεοελλ.
κατατρώγω.

Greek Monotonic

διαβιβρώσκω: μέλ. -βρώσομαι, Παθ. παρακ. -βέβρωμαι· κατατρώω, καταβροχθίζω, καταναλώνω, φθείρω, αφανίζω, σε Πλάτ. — Παθ. παρακ. διαβέβρωσθαι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -βρώσομαι perf. pass. -βέβρωμαι
to eat up, Plat.:—Pass., perf. inf. διαβεβρῶσθαι Luc.