διαβροχισμός

English (LSJ)

ὁ, catching in a noose, Antyll. ap. Orib.45.24.5, Gal. 18(2).679.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
enmarañamiento, enredo, nudo τὸ ἀνεύρυσμα πᾶν ἐν μέσῳ τῶν διαβροχισμῶν ἀμφοτέρων γενέσθαι Antyll. en Orib.45.24.5, τριχῶν Gal.18(2).679.

Greek (Liddell-Scott)

διαβροχισμός: ὁ, ἡ ἐν βρόχῳ σύλληψις, τὸ ἐμπλέκειν, περιπλέκειν, Γαλην. 12, 19.

Greek Monolingual

διαβροχισμός, ο (Α)
η σύλληψη με βρόχο.