σύλληψις
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
-εως, ἡ, also σύλλημψις, Attic ξύλληψις, Ionic σύλλαψις v.l. in Heraclit.10:—
A taking together, conjunction, of sounds, Nicom.Harm.9; of two consonants, Sch.Heph.p.104 C., al.; inclusion, comprehension, A.D.Pron.19.20, Synt.216.17, Dam.Pr.427; συλλήψεως ἐπιρρήματα (e.g. ἅμα) D.T. 642.14; summing up, τῶν ἀποδείξεων Id.643.9; compendious statement, σ. διὰ βραχέων τῆς ὅλης θεωρίας Gal.18(2).848.
2 Rhet., a figure by which a predicate belonging to one subject is attributed to several, Hdn.Fig.p.100 S., etc.
b ὁ κατὰ σύλληψιν ὅρος, i.e. embracing the adversary's counterplan as well as the original plan, Hermog. Stat.4, cf. Arg.D.21.12.
II seizing, laying hold of, arresting, apprehending, λῃστῶν ξύλληψις IG12.42.24; τὴν ξύλληψιν ποιεῖσθαι = arrest, Th.1.134; τήν τινος σ. κατασκευάσαι Aeschin.3.223, cf. Lys.19.7; σ. νεώς Plb.1.46.9.
III conception, pregnancy, Arist.HA582b11, al., Sor.1.23, al.; ἡ ἐν τῇ μῃτρὶ Ῥωμύλου σ. Plu.Rom.12; ἀκόλαστοι σ. Plot.4.4.30.
IV taking part with another, assistance, Plu.2.808f (pl.).
German (Pape)
[Seite 976] εως, ἡ, das Zusammennehmen, das Fassen, Ergreifen; ξύλληψιν ποιεῖσθαι, verhaften, Thuc. 1, 134; κατασκευάζω, Aesch. 3, 223; τῶν ἡγεμόνων, Pol. 1, 85, 6; τῆς νεώς, 1, 46, 9; a. Sp. – Das Empfangen, Schwangerwerden, Plut. Rom. 12 u. sonst. – Das Mitanfassen, Helfen, der Beistand, Plut. rein. ger. praec. 13.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de s'emparer de, de saisir;
2 conception dans le sein de la mère;
3 assistance, secours.
Étymologie: συλλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύλληψις -εως, ἡ, Att. ook ξύλληψις [συλλαμβάνω] het oppakken, arrestatie, gevangenneming:. τὴν ξύλληψιν ποιεῖσθαι de arrestatie uitvoeren Thuc. 1.134.1. het ontvangen (van een kind), het zwanger worden.
Greek Monolingual
η / σύλληψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α συλλαμβάνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ.
γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει ξύλληψιν ἐποιοῦν
το», Θουκ.)
2. (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) γονιμοποίηση, έναρξη της εγκυμοσύνης, της κυοφορίας (α. «ήθελε να αποφύγει τη σύλληψη» β. «ἑορτάζει σήμερον ἡ οἰκουμένη τὴν τῆς Ἄννης σύλληψιν», Μηναί
γ. «ἀκόλαστοι συλλήψεις», Πλωτ.
δ. «ἡ σύλληψις γίνεται μετὰ τὴν τούτων ἀπαλλαγήν ταῖς γυναιξί», Αριστοτ.)
3. το να συλλαμβάνει κανείς με τον νου κάτι, κατανόηση ή επινόηση (α. «η μεγαλοφυής σύλληψη της δομής της ύλης» β. «...ἀθρόα πάντα τῇ συλλήψει αὐτῇ ἕπεται τὰ ἀγαθά», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
1. αστρον. η μετατροπή ενός ανεξάρτητου ουράνιου σώματος σε δορυφόρο ενός άλλου ουράνιου σώματος, μεγαλύτερης μάζας, το οποίο συνέβη να πλησιάσει το πρώτο κατά την εκτέλεση της τροχιάς του
2. βιολ. (στην αμφιγονική αναπαραγωγή) η συνάντηση και συγχώνευση τών δύο γαμετών, του θηλυκού ωαρίου και του αρσενικού σπερματοζωαρίου, ώστε να δώσουν ένα γονιμοποιημένο ωάριο, τον ζυγώτη, το οποίο αποτελεί το εναρκτήριο στάδιο του εμβρύου, αλλ. γονιμοποίηση
3. (ποιν. δίκ.) ανακριτική πράξη με την οποία περιορίζεται η προσωπική ελευθερία και η τιμή του προσώπου εναντίον του οποίου ενεργείται και το οποίο κατηγορείται για σοβαρό αδίκημα
4. φυσ. τύπος ραδιενεργού διάσπασης βήτα, δηλαδή ισοβαρούς μετάπτωσης, κατά την οποία ένας ασταθής ραδιενεργός πυρήνας απορροφά ένα από τα περιφερειακά του ηλεκτρόνια προκειμένου να περιέλθει σε σταθερότερη κατάσταση
αρχ.
1. (ρητ.) σχήμα του λόγου κατά το οποίο το κατηγορούμενο που ανήκει σε ένα υποκείμενο αναφέρεται σε πολλά («σύλληψις δὲ ὅταν τὸ τῷ ἑτέρω συμβεβηκὸς κἀπὶ θἀτέρου λαμβάνηται, οἷον Βορέας καὶ Ζέφυρος, τώ γε Θρῄκηθεν ἄητον, μόνος γὰρ ὁ Βορέας ἀπὸ τῆς θρᾴκης ἐκπνεῖ», Ηρωδιαν.)
2. το να περιλαμβάνει κανείς κάτι μαζί με κάτι άλλο («συλλήψεως ἐπιρρήματα», Διον. θρ.)
3. (σχετικά με ήχους) σύνθεση, σύναψη
4. συγκεφαλαίωση
5. επίτομη έκθεση («σύλληψις διὰ βραχέων τῆς ὅλης θεωρίας», Γαλ.)
6. βοήθεια, αρωγή
7. συνάθροιση, συγκέντρωση («ἐν πολυανθρώπῳ συλλήψει», Βασ.)
8. φρ. «ὁ κατὰ σύλληψιν ὅρος» — όρος που περιλαμβάνει το αρχικό σχέδιο και το αντισχέδιο του αντιπάλου (Ερμογ.).
Russian (Dvoretsky)
σύλληψις: εως ἡ
1 задержание, арест Thuc., Lys., Aeschin.;
2 захват (τῇς νεώς Polyb.);
3 зачатие Arst., Plut.;
4 помощь, поддержка Plut.;
5 грам. слияние двух звуков;
6 рит. силлепсис (отнесение предиката к ряду субъектов при грамматической его согласованности с одним только из них, напр.: σύ τε γὰρ Ἓλλην εἶ καὶ ἡμεῖς Xen. ведь и ты грек, и мы тоже).
Greek (Liddell-Scott)
σύλληψις: -εως, ἡ, τὸ λαμβάνειν ὁμοῦ, συνδέειν, σύνδεσις, σύναψις ἤχων, Νικομ. Ἁρμ. σελ. 16, ἐν τέλ.· ἐπὶ δύο συμφώνων, Γαμμ. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ, σχῆμα καθ’ ὃ κατηγορούμενον ἀνῆκον εἰς ἓν ὑποκείμενον ἀποδίδοται εἰς πολλά, «σύλληψις δὲ ὅταν τὸ τῷ ἑτέρῳ συμβεβηκὸς κἀπὶ θατέρου λαμβάνηται», οἷον: «Βορέης καὶ Ζέφυρος, τώ τε Θρῄκηθεν ἄητον (Ἰλ. Ι. 5), μόνος γὰρ ὁ Βορέας ἀπὸ τῆς Θρᾴκης ἐκπνεῖ» Ρήτορες (Walz) 8. 604, κτλ. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, τὸ συλλαμβάνειν, ποιεῖσθαι ξύλληψιν Θουκυδ. 1. 134· σ. κατασκευάζειν τινὸς Αἰσχίν. 85. 37, πρβλ. Λυσί. 152. 29· σ. νεὼς Πολύβ. 1. 46. 9. ΙΙΙ. σύλληψις, ἐγκυμοσύνη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 3, κ. ἀλλ.· τὴν ἐν μητρὶ τοῦ Ρωμύλου... σύλληψιν Πλουτ. Ρωμ. 12. IV. τὸ συμβοηθεῖν, βοήθεια, ὁ αὐτ. 2. 808F.
Greek Monotonic
σύλληψις: -εως, ἡ,
I. το να λαμβάνει κάποιος κάτι από κοινού· αρπαγή, σύλληψη εχθρού ή κακοποιού· ποιεῖσθαι ξύλληψιν, πιάνω, συλλαμβάνω, σε Θουκ.
II. σύλληψη εμβρύου, γονιμοποίηση, εγκυμοσύνη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σύλ-ληψις, εως,
I. a taking together: a seizing, arresting, ποιεῖσθαι ξύλληψιν to arrest, Thuc.
II. conception, Plut.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συλλαμβάνω → σύν + λαμβάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.