διαδοιδυκίζω

English (LSJ)

(δοίδυξ)
A make a closed fist like a pestle, Com.Adesp. 973.
II = ὀρχεῖσθαι ἀσχημόνως, ibid.

Spanish (DGE)

(διαδοιδῡκίζω)
imitar el gesto de moler en el almirez, bailar haciendo un gesto obsceno, Com.Adesp.312, 497.

German (Pape)

[Seite 576] eigtl. mit der Mörserkeule (δοίδυξ) durcheinanderstoßen, von VLL. verschieden erkl.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοιδῡκίζω: (δοίδυξ) τρίβω ὡς διὰ δοίδυκος (γουδοχεριοῦ), συντρίβω, λειαίνω, Ἡσύχ.