διαδοξάζω

English (LSJ)

form a definite opinion, Pl.Phlb. 38b, Iamb.Myst.4.6:—Med., ib.8.5.

Spanish (DGE)

1 intr. formarse una opinión ἐκ μνήμης τε καὶ αἰσθήσεως δόξα ἡμῖν καὶ τὸ διαδοξάζειν ἐγχειρεῖν γίγνεθ' ἑκάστοτε Pl.Phlb.38b, cf. Antisth.53.9.
2 tr. considerar, opinar περὶ οὗ πάντες ... τἀναντία διαδοξάζουσιν Iambl.Myst.4.6, cf. 8.5, πάντα γὰρ ταῦτα ἀλλοτρίως τῶν θεῶν διαδοξάζουσί τινες Procl.in Ti.3.176.15.

German (Pape)

[Seite 576] = δοξάζω, Plat. Phil. 38 b.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δοξάζω een mening vormen.

Russian (Dvoretsky)

διαδοξάζω: предполагать, приходить к заключению: δόξα καὶ τὸ δ. Plat. мнение и (самая) способность приходить к нему.

Greek (Liddell-Scott)

διαδοξάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ δοξάζω, Πλάτ. Φιλήβ. 38Β.

Greek Monolingual

διαδοξάζω (Α)
σχηματίζω τελική γνώμη.