διακοίνωση
Greek Monolingual
η
1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση
2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση
3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» — ανακοίνωση που γίνεται με διπλωματικό έγγραφο χωρίς υπογραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865].