ειδοποίηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α εἰδοποίησις)
νεοελλ.
1. η γνωστοποίηση, το να ειδοποιείται κάποιος
2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο («ειδοποίηση της Τράπεζας»)
3. η καταχώριση σε έντυπο με πληρωμή, ενέργεια που αναφέρεται σε αστικά (οικονομικά κυρίως) συμφέροντα με σκοπό να γίνει γνωστή στο πλατύ κοινό
αρχ.
παράσταση, απεικόνιση του είδους ή της τυπικής μορφής.