ανακοίνωση
Greek Monolingual
η (Μ ἀνακοίνωσις)
γνωστοποίηση, αναγγελία, πληροφορία
νεοελλ.
έκθεση αποτελεσμάτων επιστημονικής έρευνας σε συγκέντρωση επιστημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακοινῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοινώσιμος].
η (Μ ἀνακοίνωσις)
γνωστοποίηση, αναγγελία, πληροφορία
νεοελλ.
έκθεση αποτελεσμάτων επιστημονικής έρευνας σε συγκέντρωση επιστημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακοινῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακοινώσιμος].