διακονιάρης

Greek Monolingual

και διακόναρος, ο (θηλ. διακονιάρα ή διακονιάρισσα, η) διακονιά
1. ζητιάνος, επαίτης
2. άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής ή οικονομικής θέσης.