ζητιάνος

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

-α, -ικο
ο επαίτης, αυτός που ζητάει ελεημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζητ- (< ζητώ) + -ιάνος, πρβλ. πρωτευουσιάνος].