Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επαίτης

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.

Greek Monolingual

ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῖτις») επαιτώ
ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης
μσν.- νεοελλ.
«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.