Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῖτις») επαιτώ
ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης
μσν.- νεοελλ.
«μοναχοί ἐπαῖτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» — μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών.