διακοσιαπλάσιος
Greek Monolingual
-α, -ο (AM διακοσιαπλάσιος, -ία, -ιον)
αυτός που είναι διακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακόσιοι + -πλασιος].
-α, -ο (AM διακοσιαπλάσιος, -ία, -ιον)
αυτός που είναι διακόσιες φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακόσιοι + -πλασιος].