διακόσιοι
English (LSJ)
Ion. διηκόσιοι, διακόσιαι, διακόσια, two hundred, Hdt.1.193, etc.: sg. with Noun of multitude, δ. ἵππος two hundred horse, Th.1.62; v. διακάτιοι.
Spanish (DGE)
(διᾱκόσιοι) -αι, -α
• Alolema(s): jón. y poét. διηκόσιοι Il.8.233, Hdt.1.193, IGDOlbia 24.11 (IV a.C.), dór., locr. y beoc. διακάτιοι SEG 32.908 (Festo VI a.C.), IG 92(1).609.8 (Naupacto VI/V a.C.), tes. διεικάτιοι SEG 26.672.5 (Larisa II a.C.), chipr. δϝιyακάσιοι Test.Salaminia 2A.3 (VII/VI a.C.)
• Prosodia: [cuadrisílabo en AP 11.146 (Ammian.)]
• Morfología: [raro sg., Th.1.62, Thdt.M.81.212C; plu. ac. διακατίονς ICr.4.184.a.16 (Gortina III/II a.C.)]
I plu. doscientos, Il.9.383, Hdt.l.c., Th.1.104, Ar.Fr.68, X.Cyr.1.5.5, Is.8.86, Theoc.25.127, Plb.2.65.4, D.S.1.30, Eu.Io.21.8, AP 11.405.4 (Luc.), Nonn.D.2.621
•c. otros numerales para expresar diferentes números, coord. c. καί: δώδεκα καὶ δ. Th.3.24, εἴκοσι καὶ δ. Plb.1.38.5, τρεῖς καὶ τετταράκοντα καὶ δ. Pl.Ti.36b, τρισχίλιοι καὶ δ. D.S.1.49, ὀγδοήκοντα καὶ διακοσίας ἡμέρας Hp.Oct.4, δ. καὶ χίλιοι Pl.Criti.119b, Is.Fr.74B.-S., χίλιοι καὶ δ. D.S.1.24
•yuxtapuestos: c. valor aditivo δ. τριήκοντα SEG 37.917B.10 (Eritras V/IV a.C.), δ. πεμπείκοντα SEG 26.672.5 (Larisa II a.C.), δ. ἑξήκοντα ἑπτά Plb.34.12.8, διηκόσιαι ὀγδοήκοντα Hp.Carn.19, c. valor multiplicativo πεντάκι δ. mil, AP 11.146 (Ammian.).
II sg.
1 c. colect. formado por doscientas unidades ἡ ... διακοσία ἵππος los doscientos soldados de caballería Th.1.62.
2 el doscientos en exégesis mística ὁ δ. ἀριθμός Thdt.l.c.
German (Pape)
[Seite 583] αι, α, ion. διηκόσιοι, zweihundert; auch sing., ἵππος διακοσία, 200 Mann Reiter, Thuc. 1, 62; vgl. Xen. Cyr. 4, 6, 2.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
deux cents ; au sg. avec un nom collect. ἵππος διακοσία THC 200 chevaux, càd escadron de 200 cavaliers.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακόσιοι -αι -α, Ion. διηκόσιοι [δίς, zie ἑκατόν] tweehonderd.
Russian (Dvoretsky)
διᾱκόσιοι: ион. διηκόσιοι 3 двести: ἡ ἵππος διακοσία Thuc. конный отряд в 200 человек.
English (Strong)
from δίς and ἑκατόν; two hundred: two hundred.
Greek Monolingual
-ιες, -ια (AM διακόσιοι, -ιαι, -ια
Α και ιων. τ. διηκόσιοι)
αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες
αρχ.
φρ. «διακοσίαν ίππου» — ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ- (διη- στον ιων. τ. διη-κόσιοι) που τέθηκε αντί του δι- (πρβλ. δις) κατά το τριᾱ-κόσιοι, και το -κατιοι (πρβλ. εκατόν) > -κόσιοι, όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστος (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός) ενώ το -σ προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φύτις > φύσις)].
Greek Monotonic
διᾱκόσιοι: Ιων. διηκ-, -αι, -α (δίς, ἕκατον), διακόσιοι, Λατ. ducenti· ενικ. με περιληπτικό όνομα, για να δηλώσει ποσότητα, ἵππος διακοσία, ιππικό με διακόσια άλογα, διακόσιοι ιππείς, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱκόσιοι: Ἰων. διηκ-, αι, α, ἑνικ. μετὰ ὀνόματος περιληπτικοῦ, ἵππος δ., διακόσιοι ἱππεῖς, ἱππικὸν ἐκ διακοσίων, Θουκ. 1. 62, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 6, 2.
Frisk Etymological English
Grammatical information: numeral
Meaning: twohundred (collect. την διακοσίαν ἵππον Th. 1, 62),
Other forms: Ion. διηκόσιοι, Dor. etc. διακάτιοι
Derivatives: διακοσιοστός the twohundredth (D. H.), ἡ διακοσιοστή name of a half procent tax im Ptol. Egypt (pap.); διακοσιάκις (Herod. Med.); - διακοσιάπρωτοι name of the highest class of taxpayers (Aphrodisias; after δεκά-πρωτοι); διακοσιοντά-χους twohundredfold (Str.; after ἑκατοντά-χους usw.), cf. διακοσιοντάκις (Alex. Aphr.).
Origin: IE [Indo-European] [228] *dui-dḱmt- twohundred
Etymology: Original form of the second member -κάτιοι, which became -κόσιοι with regular assibilation τ > σ and analogical -ο- after -κοντα, -κοστός; δια-, διη- for δι- (s. δίς) after τρια-, τριη-κόσιοι etc. Details in Schwyzer 592f. Cf. εἴκοσι and ἑκατόν.
Middle Liddell
[δίς, ἕκατον]
two hundred, Lat. ducenti: sg. with n. of multitude, ἵππος διακοσία two hundred horse, Thuc.
Frisk Etymology German
διακόσιοι: (τὴν διακοσίαν ἵππον Th. 1, 62),
{diākósioi}
Forms: ion. διηκόσιοι, dor. usw. διακάτιοι
Meaning: zweihundert
Derivative: mit διακοσιοστός der zweihunderte (D. H.), ἡ διακοσιοστή Bez. einer halbprozentigen Steuer im ptol. Ägypten (Pap.); διακοσιάκις (Herod. Med.); — διακοσιάπρωτοι Bez. der höchsten Klasse der Steuerbezahler (Aphrodisias; nach δεκάπρωτοι); διακοσιοντάχους zweihundertfaltig (Str.; nach ἑκατοντάχους usw.), ebenso διακοσιοντάκις (Alex. Aphr.).
Etymology: Ursprüngliche Form des Hinterglieds -κάτιοι, woraus -κόσιοι mit regelmäßiger Assibilation τ > σ und analogischem -ο- nach -κοντα, -κοστός; δια-, διη- für δι- (s. δίς) nach τρια-, τριηκόσιοι usw. Einzelheiten bei Schwyzer 592f. Vgl. εἴκοσι und ἑκατόν.
Page 1,385
Chinese
原文音譯:diakÒsioi 笛阿-可西哀
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:二-(百)
字義溯源:二百;由(δίς)=兩次)與(ἑκατόν)=一百)組成;而 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(8);可(1);約(2);徒(3);啓(2)
譯字彙編:
1) 二百(7) 約6:7; 約21:8; 徒23:23; 徒23:23; 徒27:37; 啓11:3; 啓12:6;
2) 二百個(1) 可6:37
Lexicon Thucydideum
ducenti, two hundred, 1.10.4, 1.13.4, 1.55.1, 1.100.1, 1.104.2. 1.112.2. 2.13.8. 2.79.1. 3.17.2, 3.19.1. 3.20.2, 3.24.2, 3.68.2. 3.68.3. 3.107.1. 3.111.4. 3.113.3. 4.32.3. 4.42.1. 4.44.6. 4.72.1. 4.100.5. 5.2.1, 5.74.3. 5.74.35.84.1. 6.4.2, 6.43.1. 6.67.2. 6.67.26.71.1. 6.94.4. 6.98.1. 7.19.4. 7.20.2. 7.30.2. 7.33.1. 7.70.4. 8.21.1.
Sing. singular 1.62.3.