διακόπτης

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που προκαλεί διακοπή
2. όργανο ή διάταξη με το οποίο διακόπτεται ή αποκαθίσταται το ηλεκτρικό ρεύμα ή η παροχή φωταερίου, νερού κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διακόπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στέφ. Κουμανούδη].