διαλαμπρύνω
English (LSJ)
make splendid, illustrate, λόγον παλαιόν Plu.2.734f; illuminate, Dsc.Ther.Praef.p.50S. (v.l.).
Spanish (DGE)
hacer brillar, dar esplendor fig. λόγον τινα τοῦ Δημοκρίτου Plu.2.734f
•en v. med.-pas. resplandecer τὸ κατ' εἰκόνα καθαρὸν φυλάττει, εἰκότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου Ath.Al.Gent.34.24.
German (Pape)
[Seite 586] verstärktes simpl., neben ἐκκαθαίρειν λόγον τινὰ παλαιόν, ὥσπερ ἐκ καπνοῦ καθελὼν ἠμαυρωμένον, Plut. Symp. 8, 10, 2.
French (Bailly abrégé)
rendre brillant, illustrer.
Étymologie: διά, λαμπρύνω.
Greek (Liddell-Scott)
διαλαμπρύνω: ποιῶ τι λαμπρὸν ἢ σαφές, τι Πλούτ. 2. 735Α.
Russian (Dvoretsky)
διαλαμπρύνω: делать блестящим, заставлять воссиять (λόγον τινὰ τοῦ Δημοκρίτου παλαιόν Plut.).