διαλείχω

English (LSJ)

lick clean, Ar.Eq.1034, V.904.

Spanish (DGE)

lamer τὰς χύτρας Ar.V.904, cf. Eq.1034, Fr.425, τὰς ἀκοάς Sch.Pi.P.8.66c, en v.pas. ὑπὸ τῶν κυνῶν Chrys.M.48.1048.

German (Pape)

[Seite 587] durch-, auslecken; τὰς χύτρας Ar. Vesp. 904, und komisch τὰς νήσους Equit. 1034.

French (Bailly abrégé)

lécher en tous sens, nettoyer en léchant.
Étymologie: διά, λείχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λείχω aflikken.

Russian (Dvoretsky)

διαλείχω: облизывать, вылизывать (τὰς χότρας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαλείχω: μέλλ. -ξω, ἐντελῶς λείχω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1034, Σφηξ. 904.

Greek Monotonic

διαλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω εντελώς, καθαρίζω, σβήνω γλείφοντας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

fut. ξω
to lick clean, Ar.