διαμορφωτικός

English (LSJ)

διαμορφωτική, διαμορφωτικόν, formative, φύσις Ptol.Tetr.142.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.