διανεκής

English (LSJ)

διανεκές, v. διηνεκής.

Spanish (DGE)

v. διηνεκής.

German (Pape)

[Seite 592] s. διηνεκής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διᾱνεκής zie διηνεκής.

Russian (Dvoretsky)

διᾱνεκής: Plat. v.l. = διηνεκής.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱνεκής: -ές, Δωρ. καὶ Ἀττ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ διηνεκής, ὃ ἴδε.

Greek Monotonic

διᾱνεκής: -ές, Δωρ. και Αττ. αντί διηνεκής.