διανυκτέρευση

Greek Monolingual

η (Α διανυκτέρευσις, -εως) διανυκτερεύω
1. ολονύκτια παραμονή σε ένα μέρος
2. ολονύκτια αγρυπνία, ξενύχτι, νυχτέρι.