νυχτέρι

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source

Greek Monolingual

το
1. αγρύπνια λόγω απασχόλησης κατά τη νύχτα
2. εργασία ή άλλη απασχόληση που διαρκεί όλη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτέρ-ιον, ουδ. του επιθ. νυκτέρ-ιος (< νύκτερος), με τροπή του -κσε-χ- (πρβλ. νύκτα / νύχτα)].