νυχτέρι

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200

Greek Monolingual

το
1. αγρύπνια λόγω απασχόλησης κατά τη νύχτα
2. εργασία ή άλλη απασχόληση που διαρκεί όλη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτέρ-ιον, ουδ. του επιθ. νυκτέρ-ιος (< νύκτερος), με τροπή του -κσε-χ- (πρβλ. νύκτα / νύχτα)].