διαπίμπλαμαι

Middle Liddell

Pass. to be quite full of, τινός Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.

Greek Monotonic

διαπίμπλᾰμαι: Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.

Lexicon Thucydideum

impleri, to be filled, 7.85.3, [vulgo commonly κατεπλήσθη]