διαρραχίζω

English (LSJ)

carve, Eub.15.4 (Pass.).

Spanish (DGE)

(διαρρᾰχίζω)
cortar, trinchar en v. pas. διερράχισται σεμνὰ δελφάκων κρέα Eub.14.4.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρᾰχίζω: διασχίζω, διαχωρίζω, κόπτω, κατακόπτω, Εὔβουλ. Αὐγ. 1.

German (Pape)

zerreißen, διερράχισται κρέα, Eubul. bei Ath. XIV.642e.