διασμάω
English (LSJ)
Spanish (DGE)
limpiar ποτήρια ... ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην Hdt.2.37, κράνος Hld.1.27.3.
German (Pape)
[Seite 602] (s. σμάω), auswischen, ausspülen; τὰ ποτήρια, Her. 2, 37; Hel. 1, 27.
French (Bailly abrégé)
διασμῶ :
part. prés. ion. διασμέοντες;
rincer (des vases à boire).
Étymologie: διά, σμάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σμάω helemaal schoonvegen, schoonpoetsen.
Russian (Dvoretsky)
διασμάω: ион. διασμέω вытирать (τὰ ποτήρια Her.).
Greek Monotonic
Greek (Liddell-Scott)
διασμάω: Ἰων. -έω, σπογγίζω, ἀποσπογγίζω, ποτήρια Ἡρόδ. 2. 37.