διασόβησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, trepidation, M.Ant. 11.22.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
agitación, turbación por efecto del miedo τὴν πτοίαν τούτου (τοῦ μυός) καὶ διασόβησιν M.Ant.11.22.

German (Pape)

[Seite 603] ἡ. das Verscheuchen, M. Ant. 11, 22.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
vive agitation, trouble.
Étymologie: διασοβέω.

Greek (Liddell-Scott)

διασόβησις: -εως, ἡ, ἀποδίωξις, διασκόρπισις, Μ. Ἀντων. 11. 22.