διαυλοδρόμης

English (LSJ)

διαυλοδρόμου, ὁ, runner in the δίαυλος, Pi.P.10.9.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Wettläufer im δίαυλος, Pind. P. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court le δίαυλος.
Étymologie: δίαυλος, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυλοδρόμης -ου, ὁ [δίαυλος, δραμεῖν] loper van de diaulos.

Russian (Dvoretsky)

διαυλοδρόμης: ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.

Greek Monotonic

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ (δραμεῖν), δρομέας στο δίαυλον, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.

Middle Liddell

διαυλο-δρόμης, ου, n δραμεῖν
a runner in the δίαυλος, Pind.