κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
ο (AM δρομεύς)
1. αυτός που τρέχει γρήγορα
2. αθλητής που αγωνίζεται στον δρόμο
νεοελλ.
οι δρομείς
υφομοταξία πτηνών που περιλαμβάνει τις στρουθοκαμήλους, το εμού κ.α. που δεν μπορούν να πετάξουν αλλά τρέχουν ταχύτατα
αρχ.
1. (στην Κρήτη) έφηβος
2. άλογο του ιπποδρόμου.