διαυλωνισμός

English (LSJ)

οῦ, ὁ, passage of wind through a narrow opening, Eust.1107.63.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
paso a través de una abertura ὁ τῶν πνευμάτων ἀνακαμπτικὸς δ. Eust.1107.63.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, πνευμάτων ἀνακαμπτικός, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλωνισμός: -οῦ, ὁ, δίοδος διὰ μέσου στενοῦ ἀνοίγματος, Εὐστ. 1107. 63.

Greek Monolingual

διαυλωνισμός, ο (Μ)
δίοδος ανέμου μέσα από στενό πέρασμα.