διαφορικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ διαφορικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφορά
2. μαθ. αυτός που ανάγεται στο διαφορικό
3. το ουδ. ως ουσ. το διαφορικό
μσν.
1. αυτός που συμφέρει, συμφερτικός
2. πολύτιμος.
-ή, -ό (Μ διαφορικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφορά
2. μαθ. αυτός που ανάγεται στο διαφορικό
3. το ουδ. ως ουσ. το διαφορικό
μσν.
1. αυτός που συμφέρει, συμφερτικός
2. πολύτιμος.