διαχειριστής

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια)
1. αυτός που διαχειρίζεται κάτι, ιδίως ξένη περιουσία
2. υπάλληλος επιφορτισμένος με τη διαχείριση χρημάτων ή υλικού.