-ή, -όν• Grafía: graf. διδιμ- Cyran.1.4.16bífido, γλῶσσα Cyran.l.c.
διδυμωτός, -ή, -όν (AM)διπλός, διχαλωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (κατάλ.) -ωτός].