διχαλωτός

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που μοιάζει με διχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διχάλα + (κατάλ.) -ωτός].