διηγητής

English (LSJ)

διηγητοῦ, ὁ, narrator, Ach.Tat.4.15.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ narrador, revelador τῶν θείων μηνυμάτων Ach.Tat.4.15.

Greek (Liddell-Scott)

διηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ διηγούμενος, Ἀχ. Τάτ. 4. 15.

Greek Monolingual

ο (Α διηγητής) διηγούμαι
αυτός που διηγείται, αφηγητής.

German (Pape)

ὁ, Erzähler, Ach.Tat. 4.15.