διηχέω
English (LSJ)
ring with, τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος Plu. Tim.21: abs., resound, Placit.4.16.2:—Pass., pf. part. διηχημένος commonly spoken of, ποιότητες Archig. ap. Gal.8.578.
Spanish (DGE)
I intr. sonar, resonar (τὸ κενὸν τὸ ἐντὸς τοῦ ὠτός) Placit.4.16.2 (= Alcmaeo A 6), en v. med. ὥστε μὴ διηχεῖσθαι τὴν φωνὴν ἄνωθεν διὰ τῶν ῥινῶν Paul.Aeg.3.28.1
•part. neutr. subst. τὸ τοῦ λόγου διηχημένον καὶ μεγαλόφωνον la sonoridad y la potencia de la voz Gr.Nyss.M.46.1177A.
II tr.
1 hacer que resuene μειδιάμασιν ... τὰς ἀκοὰς τῶν νέων διηχοῦσι Chrys.M.56.535.
2 fig. hacerse eco de, divulgar τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος Plu.Tim.21, en v. pas. λαλιὰ ... διηχεῖτο πανταχῆ LXX 2Ma.8.7
•dar a conocer en v. pas. ὀκτὼ ... λέγων διηχεῖσθαι ποιότητας Gal.8.580, cf. Archig. en Gal.8.578.
French (Bailly abrégé)
διηχῶ :
1 laisser passer le son;
2 transmettre le son de ; résonner, retentir : τι de qch.
Étymologie: διά, ἠχέω.
German (Pape)
den Schall durchlassen, Plut. plac.phil. 4.16; dah. = ein Gerücht weiter verbreiten, ἡ Ἑλλὰς διήχει τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος Plut. Timol. 21.
Russian (Dvoretsky)
διηχέω: досл. проводить звук, перен. разглашать: δ. τὸ μέγεθος τοῦ κατορθώματος Plut. оглашаться ликующими криками победы; τὸ διηχοῦν Alcmaeon ap. Plut. звукопроводящая среда.
Greek (Liddell-Scott)
διηχέω: μεταβιβάζω τὸν ἦχόν τινος, τι Πλούτ. Τιμολ. 21· ἀπολ., ἀντηχῶ, ὁ αὐτ. 2. 901F.
Greek Monotonic
διηχέω: μέλ. -ήσω, μεταδίδω τον ήχο, τι, σε Πλούτ.