διιππεύω

Greek (Liddell-Scott)

διιππεύω: διέρχομαι ἔφιππος, Διόδ. 19. 33· διά τινος Δίων Κ. 59. 17.

Greek Monolingual

διιππεύω (AM) ιππεύω
1. περνώ έφιππος
2. διασχίζω
3. παρατρέχω, παραβλέπω
4. (για χρόνο) περνώ, φεύγω.

Léxico de magia

cabalgar como acción de la divinidad χαιρέτωσάν σου αἱ Ὧραι, ἐν αἷς διϊππεύεις que te saluden las Horas, entre las cuales cabalgas P IV 1051