διιτρεφής

Greek Monolingual

διιτρεφής, -ές (Α)
διοτρεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διιτρεφής πιθ. αντί διειτρεφής < δι (F)ει, αρχ. δοτ. / τοπική του ονόμ. Ζευς (γεν. Διός) + -τρεφής < τρέφω (βλ. και διιπετής)].