διιπετής
German (Pape)
[Seite 625] ές ίπίπτω, Wurzel Πετ-), vom Zeus (d. h. vom Himmel) herabgefallen; scheint ursprünglich nur Beiwort von Flüssen gewesen zu sein; die zu Grunde liegende Vorstellung ist die, daß die Quellen durch das Regenwasser gespeis't werden; Apoll. Lex. Homer. p. 58, 33 διιπετέος ἀπὸ Διὸς πεπληρωμένου. Bei Homer siebenmal, von Flüssen, im genitiv., διιπετέος ποταμοῖο Versende: Iliad. 16, 174. 17, 263. 21, 268. 326 Odyss. 4, 477. 581. 7, 284. – Hes. frg. bei Schol. Ap. Rh. 1, 757, ποταμός, der vom Regen entstehende, anschwellende, wie Plut. Mar. 21 ὕδατα δ. vom Regen sagt; ἄνεμοι Nonn. D. 5, 220; Eur. Bacch. 1266 vrbdt αἰθὴρ λαμπρότερος καὶ διιπετέστερος, nach E. M. = διαογέστερος, heller, reiner, vielleicht mit Beziehung auf die Blitze, die nach E. M. ebenfalls διιπετεῖς heißen; διιπετῆ νεῶν σταθμά (πυρσοῖς πυραίθει στρατός) Eur. Rhes. 43. – Vgl. διοπετής.
Spanish (DGE)
(διῑπετής) -ές
• Alolema(s): διει- E.Fr.Hyps.69.340, Ba.1267, Rh.43, Hp. en Erot.34.12, Zenod. en Sch.Od.4.477
• Morfología: [sg. gen. διιπετέος Orác. en Luc.Alex.48]
I 1caído del cielo, divino como epít. de ríos υἱὸς Σπερχειοῖο, διιπετέος ποταμοῖο Il.16.174, cf. 17.263, Od.4.477, 7.284, Hes.Fr.320, Orác. en Luc.l.c., Q.S.8.168, poét. en Tav.Lign.Cer.24.10, ὑδάτων [ν] άματ' οὐ διειπετῆ E.Fr.Hyps.69.340, de la lluvia τὴν γῆν ... διιπετέσιν ἁγνίζοντος ὕδασι Plu.Mar.21
•de los vientos, Nonn.D.5.220, πνεῦμα Orph.L.730, de los rayos αἶσα γὰρ ἦν ... σηκὸν πυρσῶν αἰώρῃσι διιπετέεσσι δαμῆναι Orác. en Porph.Fr.338.33, de una mujer muy bella θεσπέσιόν τι χρῆμα ... καὶ διιπετὲς ὡς ἀληθῶς Luc.Im.9.
2 resplandeciente, brillante del bronce de una clepsidra, Emp.B 100.9, διειπετῆ δὲ ναῶν πυρσοῖς σταθμά fondeaderos navales brillantes de antorchas E.Rh.43
•transparente (αἰθήρ) λαμπρότερος ἢ πρὶν καὶ διειπετέστερος E.Ba.1267, ἢν δὲ ὁ γόνος ἀπορρέῃ δ. Hp.Mul.1.24, cf. Hp. en Erot.l.c.; cf. διαιπετής, διοπετής.
II que vuela por el cielo οἰωνοί h.Ven.4.
• Etimología: Prob. de Διϝει- (ant. dat. de Ζεύς) y πίπτω q.u., aunque para el primer término se ha propuesto la rel. c. διερός q.u.
Greek Monolingual
διιπετής, -ές (Α)
1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος
2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός
3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή
4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός
5. φρ. «διιπετεῖς οἰωνοί» — οιωνοί που πετούν προς τον ουρανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τους αρχαίους σχολιαστές υποστηρίχθηκε ότι η παλαιά γραφή του τ. διιπετής ήταν διειπετής και ως α' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ένας αρχ. τ. δοτικής (πράγματι τοπικής ΔιFεί) του ονόματος Ζευς (γεν. Διός)
πρβλ. και διιτρεφής (αντί διειτρεφής, επιγρ.) και διίφιλος (αντί διFείφιλος). Εν τούτοις στη θέση της δοτικής θα αναμενόταν περισσότερο μια γενική (αφαιρετική), δηλ. διοπετής (πρβλ. διοτρεφής). Το β' συνθετικό της λ. έχει σχέση με τη ρίζα πετ- (πρβλ. πέτομαι, πίπτ-ω). Κατ' άλλους, ο ομηρ. τ. ήταν διαιπετής (διαί- = διά-) «αυτός που πετάει διά μέσου» οι δε άλλες σημασίες υστερογενείς
στην περίπτωση αυτή, η γραφή διι προήλθε από παρετυμολογική σύνδεση με το όνομα του Διός].
Russian (Dvoretsky)
δῐῑπετής: πέτομαι пролетающий по небу, небесный (οἰωνοί HH).
πίπτω
1 досл. падающий от Зевса (т. е. с неба), перен. происходящий от Зевса (ποταμός Hom., Hes.; ὕδατα Plut.);
2 божественный, т. е. яркий, светлый, прозрачный (αἰθήρ Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: fallen from heaven, then heavenly (h. Ven. 4, οἰωνοί), hell, clear (Emp.); s. Leumann Hom. Wörter 311.
Other forms: in Hom. only in διιπετέος ποταμοῖο (verse end)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: For διιπετής (metrical lengthening) may have been with old authors (sch. Od. 4, 477) διειπετής, as Διειτρέφης (inscr.) after ΔιϜεί-φιλος (ep. διίφιλος), where the dative was correct. Bechtel Lex. s. v. On the verbal member cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 63, Risch 75. See Schmitt, Indogerm. Dichtersprache 221f. (against Treu's theory).
Frisk Etymology German
διιπετής: {diīpetḗs}
Forms: bei Hom. nur in διιπετέος ποταμοῖο (Versende)
Meaning: vom Himmel gefallen, dann auch himmlisch, des Himmels (h. Ven. 4, οἰωνοί), heiter, klar (Emp., Hp., E. u. a.; vom Himmel usw.); vgl. Leumann Hom. Wörter 311.
Etymology : Für διιπετής (falls echt, metrische Dehnung) ist wahrscheinlich mit antiken Gewährsmännern (Sch. Od. 4, 477) διειπετής zu schreiben, wie Διειτρέφης (Inschr.) eine Analogiebildung nach Διϝείφιλος (ep. διί̄φιλος), wo der Dativ berechtigt war. Bechtel Lex. s. v. Zum verbalen Hinterglied vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 63, Risch 75.
Page 1,392
Léxico de magia
-ές que cae del cielo de Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία, ... Ἠέλιε κλυτόπωλε, ... διιπετές te saludo, administrador del fuego, Helios de nobles corceles, que caes del cielo P II 89