δικταμνίτης

English (LSJ)

[νῑ] οἶνος wine flavoured with dittany, Dsc.5.47.

Spanish (DGE)

-ου
de díctamo, condimentado con díctamo (οἶνος) Dsc.5.47.

German (Pape)

[Seite 630] οἶνος, mit Diktamnum abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

δικταμνίτης: οἶνος, ὁ, δικτάμνῳ ἐσκευασμένος, Διοσκ. 5. 57.

Greek Monolingual

δικταμνίτης, ο (Α)
οίνος αρωματισμένος με δίκταμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκταμνον + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].