δικτυοειδής
English (LSJ)
δικτυοειδές, net-like, δικτυοειδὲς πλέγμα = rete mirabile Galeni, Herophil. ap. Gal.5.155, Gal.UP9.4.
Spanish (DGE)
-ές
I 1medic. reticular, retiforme δικτυοειδὲς πλέγμα = rete mirabile, plexo retiforme o reticular red de vasos sanguíneos debajo del trígono cerebral τὸ δ. πλέγμα πρὸς τῶν ἀμφὶ τὸν Ἡρόφιλον κληθέν Herophil.121, τὸ δικτυοειδὲς πλέγμα τὸ κατὰ τὴν τοῦ ἐγκεφάλου βάσιν Gal.5.356, cf. 2.819, 3.696, 8.203, Pall.Febr.9.
2 gener. reticulado, en forma de red κόσμος Thdt.Qu.in 3Re.18 (p.141), φωταγωγοὶ δικτυοειδεῖς κατεσκευασμέναι ventanas con celosía Procop.Gaz.M.87.1180C.
II adv. δικτυοειδῶς = en forma de red διάπλοκοι σειραὶ δι' ἀλλήλων ἐναλλὰξ ... δ. πεπλεγμέναι Gr.Nyss.V.Mos.25.5
•en forma de enrejado, formando celosía φωταγωγοὶ δ. κατεσκευασμέναι Thdt.Qu.in 4Re.2 (p.194).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δικτυοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς δίκτυον, δ. πλέγμα Γαλην. 4. 458, 509., 7. 447. ― Ἐπίρρ. -ῶς Γρηγ. Νύσσ. 1. 182Α.
Greek Monolingual
-ές (AM δικτυοειδής, -ές)
όμοιος με δίχτυ, δικτυωτός.