διμήνι

Greek Monolingual

και διμηνιό, το
είδος σταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διμήνι είναι υποκορ. του μτγν. επιθ. δίμηνος και ο τ. διμηνιό < επίθ. διμηνιαίος].