και διμηνιό, τοείδος σταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διμήνι είναι υποκορ. του μτγν. επιθ. δίμηνος και ο τ. διμηνιό < επίθ. διμηνιαίος].