διοικητήριο

Greek Monolingual

το
το κτήριο όπου στεγάζονται οι υπηρεσίες της διοικήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].