διομαλύνω

English (LSJ)

distribute evenly, Plu.2.130d.

Spanish (DGE)

hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.

French (Bailly abrégé)

égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.

German (Pape)

durch und durch gleichmäßig machen; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.

Russian (Dvoretsky)

διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.

Greek Monolingual

διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.